domingo, 27 de octubre de 2019

ERATO * Ars Poetica * Revista Internacional de Poesia




Fernando Chelle -8 ποιήματα (poemas) 
Traducción al griego: Stavros Girgenia 

Fernando Chelle es poeta, ensayista y crítico literario uruguayo nacido en la ciudad de Mercedes en 1976. En el año 2011 se radica en Colombia, en la ciudad de Cúcuta, donde se ha desempeñado como Profesor de Lengua Castellana. Autor de los libros, Poesía de los pájaros pintados (Colombia 2013), Curso general de lectoescritura y corrección de estilo, guía para formular escritos correctos (Colombia 2014), El cuento fantástico en el Río de la Plata (Colombia 2015) y Muelles de la palabra (Colombia 2015). Ha formado parte de diferentes antologías poéticas. Sus poemas, ensayos y críticas literarias se han publicado en revistas, periódicos y portales literarios de Argentina, Brasil, Chile, Colombia, Cuba, EE.UU, España, Italia, México, Perú, Puerto Rico, Uruguay y Venezuela.  Administra el blog de autor PALABRA ESCRITA donde publica sus trabajos.

Ο Fernando Chelle είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός που γεννήθηκε στην πόλη Mercedes της Ουρουγουάης το 1976. Το 2011 εγκαταστάθηκε στην Κολομβία, στην πόλη Cúcuta, όπου εργάζεται ως καθηγητής της ισπανικής γλώσσας. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Ποίηση των ζωγραφισμένων πουλιών (Κολομβία 2013), Γενικό μάθημα γραμματισμού και διόρθωσης στυλ, οδηγός για τη διαμόρφωση ορθών κειμένων (Κολομβία 2014), Η φανταστική ιστορία του Ρίο ντε λα Πλάτα (Κολομβία 2015) και της ποιητικής συλλογής Αποβάθρες της λέξης (Κολομβία 2015). Έχει συμμετάσχει σε διαφορετικές ποιητικές ανθολογίες. Τα ποιήματα, τα δοκίμια και οι λογοτεχνικές κριτικές του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, εφημερίδες και λογοτεχνικές πύλες στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Κολομβία, την Κούβα, τις ΗΠΑ, την Ισπανία, την Ιταλία, το Μεξικό, το Περού, το Πουέρτο Ρίκο, την Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα. Διαχειρίζεται το ιστολόγιο ΓΡΑΠΤΗ ΛΕΞΗ, όπου δημοσιεύει τα έργα του.

Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traducción: Stavros Guirguenis

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΩΡΑ

Αυτός είναι ο χρόνος της ποίησής μου
φωνή όλων των εποχών που με κατοικούν
και με τη σειρά της
συνεργός λόγος όλων των αδελφών μου.
Από μακριά, μια κιθάρα ηχεί γλυκιά
και μου ανασύρει τη μνήμη αυτού του όμποε
πράσινου σαν λιβάδι
όπως η σιωπή των πεδιάδων.
Αυτός είναι ο χρόνος του Ομήρου και του Μπέκκερ
γιατί ο γιγάντιος και παράξενος ύμνος
είναι πάντα παρών
γιατί όλες οι φωνές γίνονται ένα τώρα.


EL TIEMPO ES EL AHORA

Este es el tiempo de mi poesía
voz de todos los tiempos que me habitan
y a su vez
palabra cómplice de todos mis hermanos.
A lo lejos, suena dulce una guitarra
y me trae el recuerdo de ese oboe
verde como pradera
como el silencio de los campos.
Este es el tiempo de Homero y también el de Bécquer
porque el himno gigante y extraño
siempre es presente
ya que todas las voces se vuelven un ahora.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΛΩΝ

Θα μπορούσαν όλες οι παιδικές ηλικίες να είναι μνήμες μιας αυλής
απέραντης όπως η νύχτα και μεγαλύτερης από τη ζωή;
Στην πράσινη παιδική μου ηλικία,
οι αυλές της μνήμης συνεχίζουν
και φτάνουν ως αυτήν τη σελίδα
όπως οι βελανιδιές της καλύβας του βουνού
ως το βελούδο εκείνης της ψηλής πολυθρόνας.
Είναι μεγάλες εκτάσεις λουλουδιών και κουνελιών
με ορίζοντες από σκυλιά και
σκιές που τσιμπολογούν τη γη
μέχρι να χαθούν σ’ ένα γερμένο πεύκο όπου ζουν τα πουλιά.
Όλες οι αυλές του παιδιού μου είναι μια μεγάλη αυλή,
μαρτυρώ αμπέλια, νάνους κήπων
πορτοκαλιές που τις καλείς και αποκτούν χρώμα και κίνηση.
Θα μπορούσαν όλες οι παιδικές ηλικίες να είναι μνήμες μιας αυλής
απέραντης όπως η νύχτα και μεγαλύτερης από τη ζωή;


CONTINUIDAD DE LOS PATIOS

¿Será que todas las infancias son recuerdos de un patio
basto como la noche y más largo que la vida?
En mi verde infancia,
los patios de la memoria se continúan
y llegan hasta esta página
como los robles de la cabaña del monte
hasta el terciopelo de aquel alto sillón.
Son largas extensiones de flores y conejos
con horizontes de perros y
sombras que picotean la tierra
hasta perderse en un pino inclinado donde viven los pájaros.
Todos los patios de mi niño son un gran patio
soy testigo de enredaderas, de enanos de jardín
de naranjos que al evocarlos adquieren color y movimiento.
¿Será que todas las infancias son recuerdos de un patio
basto como la noche y más largo que la vida?

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Η κενή σελίδα είναι γενικά λευκή
και το λευκό υπαινίσσεται το κενό της
το τίποτα που περιέχει
την άπειρη δυνατότητα λόγων
την απουσία γραμμάτων, λέξεων.

Η κενή σελίδα
είναι μια πρόσκληση στη γιορτή της γλώσσας
θέλει να βιαστεί
ζητά να παραβιαστεί
να μην την σεβαστούν
να πάψει οριστικά να είναι
αυτό το άπειρο κενό του σύμπαντος
αυτό το πορώδες υλικό δίχως ουσία
αυτό το ατυχές τεμάχιο του τίποτα.


ODA A LA PÁGINA EN BLANCO

La página en blanco es generalmente blanca
y el blanco alude a su vacío
a la nada que contiene
a la posibilidad infinita de discursos
a la ausencia de letras, de palabras.

La página en blanco
es una invitación a la fiesta del lenguaje
quiere que la violen
pide que la transgredan
que la irrespeten
para dejar definitivamente de ser
ese vacío infinito del universo
ese material poroso sin corazón
ese desdichado fragmento de la nada.

ΚΟΜΜΑΤΙ ΧΑΡΤΙΟΥ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΩΡΙΣΕ Ο ΑΝΕΜΟΣ

Στην αυλή τα φύλλα ακόμη μουρμουρίζουν με τον άνεμο
μερικά, όταν αποσπώνται από τα κλαδιά,
πέφτουν άρρυθμα και σιωπηλά, ξεφεύγοντας αόρατα,
όπως αυτές οι πεταλούδες που δίνουν στο ποτάμι τον ελικοειδή του χρόνο.
Ακόμη στη λοφοπλαγιά ο παππούς μου πίνει μάτε σιωπηλός σαν σκιά
κάτω από το δέντρο όπου ζουν τα πουλιά
όπου τα γέρικα χέρια του του ήμερου ζώου, τραχιά σαν κορμοί,
αρέσκονται να συνθέτουν τα πρωινά.
Ακόμη ανεβαίνω τα σπίτια της γειτονιάς σ’ εκείνον το χαρταετό που έφτιαξε ο πατέρας μου
απ’ όπου βλέπω τη φωτεινή και δίχως κλαδιά ράχη του χρόνου
να διαλύεται γεμάτη φως, γεμάτη μάτια, γεμάτη κραυγές.
Ακόμη το χειμώνα τον πίνω με κρασί της φιλίας
γύρω από ένα τραπέζι με ψωμί, καπνό και γέλιο
όπου η φυσική ομορφιά του τετριμμένου και του συνηθισμένου έχει την αυτοκρατορία της.
Ακόμη οι μπανάνες νεύουν στην πλατεία
καλύπτουν το τραπέζι όπου βλέπω τον εαυτό μου στα μάτια τους
όπου γράφω αυτή τη σελίδα,
  κίτρινη.

PEDAZO DE PAPEL QUE ME REGALÓ EL VIENTO

Todavía en el patio las hojas murmuran con el viento
algunas, al desprenderse de las ramas,
caen arrítmicas y silenciosas, esquivando invisibles,
como esas mariposas que entregan al río su tiempo de serpentina.
Todavía en la falda del cerro mi abuelo toma mate silencioso como una sombra
bajo el árbol donde viven los pájaros
donde sus manos viejas de animal manso, rugosas como los troncos,
se encaprichan en componer las mañanas.
Todavía remonto las casas del barrio en esa cometa que construyó mi padre
desde donde veo el lomo brillante y sin ramas del tiempo
disiparse lleno de luz, lleno de ojos, lleno de gritos.
Todavía al invierno lo bebo con el vino de la amistad
alrededor de una mesa con pan, humo y carcajadas
donde la belleza natural de lo trivial y de lo corriente hace su imperio.
Todavía los plátanos cabecean en la plaza
cubren el banco donde me miro en sus ojos
donde escribo esta página,
 amarilla.


ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Το ομολογώ,
έχω σκοτώσει πεταλούδες.
Συνήθιζα να βγαίνω με τον αδερφό μου,
όταν ο ήλιος πύρωνε τη σιέστα,
οπλισμένος μ’ ένα κλαδί-
όσο πιο φουντωτό τόσο το καλύτερο.
Η μέρα, που έπεφτε
κατηφορικά
για να πεθάνει στον ποταμό,
κατακερματιζόταν σε πεταλούδες
-κίτρινες
πορτοκαλί κυρίως
και άλλες
που έμοιαζαν να έχουν ένα ρολόι ανάμεσα στα φτερά τους.
Έρχονταν πετώντας μέσα από τη διαύγεια,
διαφεύγοντας αόρατες,
σαν να γνώριζαν
την ύπαρξη του γίγαντα
που τους περίμενε.
Έρχονταν με τεθλασμένο
τον ελικοειδή τους χρόνο
χαρίζοντας την εύθραυστη ομορφιά τους
χωρίς να προβλέπουν
την επιτάχυνση του κλαδιού
με τη βίαιη φύση.
Έρχονταν με τον ήλιο των τζιτζικιών
στον άρρυθμο και σιωπηλό χορό τους
για να πεθάνουν στο πλέριο φως
σε παιχνιδιάρικο φόνο.
Τι ντροπή να το ομολογώ!
Έχω σκοτώσει πεταλούδες
ήμουν ένας αχρείος στρατιώτης
που σήκωσε τα όπλα του
ενάντια στην ομορφιά

ARREPENTIMIENTO

Lo confieso,
he asesinado mariposas.
Solía salir junto a mi hermano
cuando el sol calcinaba la siesta
armado de una rama,
cuanto más frondosa mejor.
El día, que caía
cuesta abajo
a morir en el río
se fragmentaba en mariposas
las había amarillas
naranjas en su mayoría
y otras
que parecían tener un reloj entre las alas.
Venían volando por la claridad
esquivando invisibles
como si supieran
de la existencia del gigante
que las esperaba.
Venían zigzagueando
su tiempo de serpentina
regalando su frágil belleza
sin prever
la precipitación de rama
de naturaleza violentada.
Venían con el sol de las chicharras
en su baile arrítmico y silencioso
a morir a plena luz
en lúdico asesinato.
¡Qué pena da confesarlo!
he asesinado mariposas
he sido un vil soldado
que levantó sus armas
contra la belleza.

ΚΟΣΜΟΣ, 1984

Ένα γλυκό μανταρινί φως στο φθινόπωρο
ζεσταίνει την παλιά αυλή της παιδικής μου ηλικίας,
η φαντασία είναι ένα στρώμα από φύλλα στο έδαφος
μουρμουρίζοντας μ’ έναν άνεμο από αόρατες γλώσσες,
το ποιητικό είναι ήδη εκεί
είναι η σιωπή αυτής της αυλής στο πλέριο φως
αυτό το αγόρι που αγαπά τη μοναξιά του
απορροφημένο στο διαμάντι
που αφήνει στο πέρασμα ένα σαλιγκάρι,
η μαγεία είναι αυτός ο τόπος χωρίς θάλασσα
χωρίς λευκά παντελόνια
χωρίς αλλοιωμένα αρώματα,
η ευτυχία
είναι η σκιά ενός δέντρου
όπου ζουν τα πουλιά
η σκιά που σέρνεται σιωπηλά
με μυρωδιά μανταρινιού
για να επικοινωνεί
με τον άνεμο
τα φύλλα
και τα διαμαντένια κλαδιά.

COSMOS, 1984

Una luz dulce de mandarina en otoño
calienta el viejo patio de mi niñez,
la fantasía es un colchón de hojas en el suelo
murmurando con un viento de lenguas invisibles,
lo poético ya está allí
es el silencio de ese patio a plena luz
ese niño amando su soledad
absorto en el diamante
que deja al pasar un caracol,
lo mágico es ese lugar sin mar
sin pantalones blancos
sin perfumes corrompidos,
la felicidad,
es la sombra de un árbol
donde viven los pájaros
la sombra que se arrastra en silencio
con olor a mandarinas
para comunicarse
con el viento
las hojas
y las ramas de diamante.

ΑΠΟΒΑΘΡΕΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

Το ξεθώριασμα της λέξης με σώζει από το θόρυβο του κόσμου,
υπάρχουν συναισθηματικές, ιμπρεσιονιστικές, ζωγραφικές,
είναι αποβάθρες του αιώνιου λόγου
που μας γαργαλά στο λαιμό,
στους πνεύμονες.
Ο γιγάντιος ύμνος συνεχίζει να ανακοινώνει
και τρέχει, διακλαδώνεται και όπως πάντα
επεκτείνεται σε νέες σκιές.
Οι σελίδες ακτινοβολούν,
τώρα λάμπουν και αλλάζουν,
αλλά είναι σελίδες,
όχι καπνός, άρωμα, ήχος ή άνεμος.
Η λέξη
καβαλά τα νέα της άλογα,
συντρόφους του ποιητή
που συνεχίζει τραγουδώντας, φωνάζοντας, ζώντας,
τώρα απαλλαγμένος από τον μετρικό κορσέ
και την καταπιεστική ρίμα,
τώρα μακριά από το μάρμαρο και τις σκάλες
βαδίζει στους δρόμους με όλο το στήθος στον άνεμο.
Η λέξη δεν θέλει πλέον να είναι το τυρί των ποντικών,
θέλει να είναι εκεί, άμεση και καθημερινή,
ερωτευμένη με τα γάντια, τους δρόμους,
τη σούπα και την κερήθρα.
Προτίμησα να πίνω τους -ισμούς σου,
μαντάροντάς σε, σετάροντάς σε και παρουσιάζοντάς σε
καθαρή, άμεση και παλλόμενη,
μ’ έναν ελεύθερο λόγο που ταξιδεύει
για ευκαιρίες που έπαψαν να γεννιούνται,
όπου κατοικούν οι συνεργοί μου,
οι αδελφοί μου

MUELLES DE LA PALABRA

La evanescencia de la palabra me salva del mundanal ruido,
las hay sentimentales, impresionistas, pintoras,
son muelles del verbo eterno
que nos roza en la garganta,
en los pulmones.
El himno gigante sigue anunciando
y corre, se ramifica y como siempre
se dilata en nuevas sombras.  
Las páginas brillan,
ahora resplandecen y se modifican,
pero son páginas,
no humo, perfume, sonido o viento.
La palabra
cabalga sus nuevos corceles,
compañeros del poeta
que sigue cantando, gritando, viviendo,
ahora despojado del métrico corsé
y de la rima represora,
ahora lejos del mármol y las escalinatas
camina por las calles con todo el pecho al viento.
La palabra ya no quiere ser el queso de las ratas,
quiere estar ahí, inmediata y cotidiana,
enamorada de los guantes, las calles,
la sopa y las colmenas.
Preferí beber tus ismos,
zurcirte, engarzarte y presentarte
pura, directa y palpitante,
con un verbo libre que viaje
hacia asideros que lo terminen de nacer,
donde habitan mis cómplices,
mis hermanos.

ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ

Στην παλιά σκαλωσιά της γλώσσας
στον αέρα, ηχώντας μόνη, στηρίζεται η λέξη
το υπόλοιπο είναι η φυλακή
του ανθρώπου ο απαραίτητος ζυγός
που την τιθασεύει
ο αγέρωχος θρίαμβος της μνήμης
όπου στηρίζεται η λογοτεχνία.
Πέρα από το χαρτί και την αγκυλωμένη παράδοση
των οθονών και των συντηρητικών αντιστάσεων
το ακατάληπτο αυτής της ζωής τραγουδά.
Έτσι που κανένα σκυλί στην ταΐστρα
να μην επιστρέψει με το μαραζωμένο μέτωπο,
γιατί όπως είναι η γενιά των ανθρώπων
έτσι είναι και αυτές των φύλλων,
σ’ αυτές τις μέρες
τις ψηφιακές.   

EN ESTOS DÍAS

En el antiguo andamio de la lengua
en el aire, sonando sola, se soporta la palabra
lo demás es el encierro
del hombre el necesario yugo
que la somete
el imperioso triunfo a la memoria
donde descansa la literatura.
Más allá del papel y la anquilosada tradición
de las pantallas y las conservadoras resistencias
lo inaprensible de esta vida canta.
Así que, nada de perros del hortelano
ni de volver con la frente marchita,
porque, cual la generación de los hombres
así las de las hojas,
en estos días
digitales.

Αναρτήθηκε από Stelios Karayanis-Stavros Girgenis στις 7:20 π.μ. 
Ετικέτες Fernando Chelle


No hay comentarios:

Publicar un comentario